Κοινωνία Παρ 5 Ιουλ 2024

Σύννεφο αφρικανικής  σκόνης σκόρπισε σ’ ολόκληρη την κοινωνία της χώρας η υπόθεση Λύτρα, τόσο για το εγκληματικό ξεκίνημά της, όσο και για τη συνέχειά της μέχρι την προσωρινή κράτηση του φερόμενου ως υπαίτιου της βάναυσης ενδοοικογενειακής κακοποίησης.

Και βέβαια η δημόσια παραδοχή του ίδιου του δράστη, ότι φέρθηκε με βάναυσο  τρόπο κακότητας στη σύζυγό του  δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης ή αμφιβολίας της τέλεσης του εγκλήματος,το οποίο  όπως συνέβη, αποτελεί ακραία κοινωνική πρόκληση που  δεν αφήνει ούτε ελάχιστο περιθώριο πιθανολόγησης του τεκμηρίου  αθωότητας του δράστη.

Η βιαιοπραγία αυτού του είδους και αυτής της μορφής, χαρακτηρίζει πάντα τον δράστη, ο οποίος θεωρεί τη σωματική του υπεροχή έναντι του θύματος ως μέτρο επιβολής, υπόταξης, χειραγώγησης, αλλά και προσόν σωματικής δύναμης για το οποίο ενδόμυχα  υπερηφανεύεται. Όμως ο τύπος αυτού του είδους θύτη,  μεριμνά πάντα να επιδεικνύει και αποδεικνύει την  «ρώμη» του προς ασθενέστερα σωματικά άτομα. Πάντα δηλαδή ερευνά πρώτα το «αν τον παίρνει» ή « αν έχει» το θύμα. Αν αμφιβάλει ουδέποτε το αποτολμά, γιατί αν εισπράξει περισσότερες  από όσες θα δώσει, καταρρέει δια παντός το μεγαλείο και το τεκμήριο της υπεροχής του.

Στα πλαίσια αυτά φαίνεται ότι ενήργησε και ο άνω δράστης, ο οποίος δεν θα αποτολμούσε  να «καταφέρει  τόσα και τέτοια  γρονθοκοπήματα», αν είχε απέναντί του όχι το συγκεκριμένο αδύναμο θύμα, αλλά μιαν άλλη γυναίκα, η οποία ας πούμε ήταν δασκάλα του καράτε ή του μποξ.

Εδώ κλείνει ο φάκελος του συγκεκριμένου  εγκλήματος, το οποίο είναι και ειδεχθές και απεχθές και βάρβαρο και απάνθρωπο και αντικοινωνικό και αποκρουστικό.

Το δικαστικό σύστημα της χώρας μας ανήκει στα προηγμένα συστήματα των χωρών της Ευρώπης και της Αμερικής.

Βασική αρχή του δικαίου η οποία είναι κατοχυρωμένη τόσο συνταγματικά, όσο και νομοθετικά είναι  ότι ουδείς  φυλακίζεται ή προφυλακίζεται ή κρατείται ή περιορίζονται οι ατομικές του ελευθερίες, αν δεν έχει υπάρξει δικαστική απόφαση η οποία να διατάσσει  ρητώς με την καταδίκη και το εάν η επιβληθείσα ποινή εκτίεται υποχρεωτικά ή αναστέλλεται  ή μετατρέπεται.

Συνεπώς καμία αρχή δικαστική, αστυνομική, διοικητική ή άλλης μορφής μπορεί να περιορίσει την ελευθερία του δράστη, πριν ακόμη υπάρξει καταδικαστική απόφαση η οποία  να διατάσσει τον περιορισμό της ελευθερίας του.

Υπάρχει όμως ρητή διάταξη του ποινικού νόμου (άρθρο 282) ΚΠΔ, η οποία ορίζει ότι:

1. Όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, είναι δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι,  ή κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση,  ή να επιβληθεί προσωρινή κράτηση, υπό τις προϋποθέσεις που ο ίδιος νόμος ορίζει.

2. Ο σκοπός των περιοριστικών όρων, του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και της προσωρινής κράτησης είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης.

3. Περιοριστικοί όροι επιβάλλονται εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι για την εκπλήρωση των σκοπών της άνω  παρ. 2 και αν αυτοί δεν επαρκούν επιβάλλεται κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση, αν δε και αυτό το μέτρο κρίνεται ανεπαρκές τότε μόνο εκδίδεται ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα προσωρινής κράτησης.

Από απλή ανάγνωση της άνω διατάξεως προκύπτει ότι η καταφυγή στην παρ. 3 του άνω άρθρου είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Ωσαύτως κατά τη διάταξη του άρθρου 286 ΚΠΔ «προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και όταν, με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Μόνο η κατά νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης.

Όπως γίνεται αντιληπτό με την τελευταία αυτή διάταξη επανεπιβεβαιώνεται ότι η προσωρινή κράτηση αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα της επιβολής περιοριστικών όρων κατά του δράστη.

Η έρευνα όμως των προϋποθέσεων ισχύος της εξαίρεσης δεν ανήκει σε οποιονδήποτε  άλλο, παρά μόνον σε ένα και μόνο διατεταγμένο δικαστή, τον ανακριτή της υποθέσεως και τον αρμόδιο Εισαγγελέα, ο οποίος απήγγειλε την κατηγορία.

Ουδείς άλλος, προϊστάμενος, υφιστάμενος ή ομοιόβαθμος δικαστικός λειτουργός έχει λόγο πάνω στο θέμα αυτό.

Ο ανακριτής θα λάβει υπόψη του όσα ο νόμος επιτάσσει. Δηλαδή οφείλει να ερευνήσει αν ο κατηγορούμενος έχει ή όχι γνωστή διαμονή στη χώρα, αν έχει κάμει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να φύγει από τη χώρα, αν έχει υπάρξει φυγόδικος, αν έχει κριθεί ένοχος για απόδραση κρατουμένου, αν παραβίασε περιορισμό διαμονής και από τη συνδρομή των ανωτέρω προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένο ότι αν αφεθεί ελεύθερος και μόνον τότε μπορεί να διατάξει την προσωρινή κράτηση.

Από τις παραπάνω αρνητικές προϋποθέσεις οι οποίες αν υπήρχαν  θα έπρεπε να διαταχθεί η προσωρινή κράτηση του δικηγόρου Λύτρα, ουδεμία ίσχυε, ουδεμία υπήρχε και ουδαμού η πραγματικότητα μπορούσε να παραβιασθεί. Συνεπώς ο ανακριτής ο οποίος σε ομογνωμία με τον Εισαγγελέα διέταξε μόνο περιοριστικούς όρους και όχι προσωρινή κράτηση, θεωρώ ότι έπραξε το καθήκον του σε μορφή τελειότητας. Αντίθετα εάν υποκύπτοντας  στα τηλεδικεία,  στη διογκωμένη  «λαϊκή» αγανάκτηση, στις κραυγές των ασχέτων, διέτασσε την προσωπική κράτηση, τότε θα ήσαν όντως πειθαρχικώς ελεγκτέοι οι άνω λειτουργοί γιατί ώφειλαν να αιτιολογήσουν την ύπαρξη και την απόδειξη  των άνω αρνητικών προϋποθέσεων οι οποίες ως μη υφιστάμενες θα ήταν αδύνατον να αποδειχθούν.

Συνεπώς η κίνηση της ανώτατης ηγεσίας του Αρείου Πάγου να διατάξει πειθαρχικό έλεγχο των άνω δικαστικών λειτουργών υπήρξε εσπευσμένη και  μόνη αιτιολογική βάση της διάταξης αυτής μπορεί να θεωρηθεί η  αναστάτωση του κοινωνικού κουρνιαχτού ο οποίος προέκυψε από τη μορφή και το είδος του εγκλήματος και της βαρβαρότητας με την οποία διεπράχθη αυτό.

Άλλωστε υπό το πρίσμα των όσων γνωρίζουμε και όσων μνημονεύουμε στην παρούσα δεν υπάρχει δυνατότητα να υπάρξει ούτε ο παραμικρός ψόγος στους δικαστικούς λειτουργούς της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Ομογνωμώ με το κείμενο του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Κω «Υπάρχουν Δικασταί εις τας Αθήναις» το οποίο δημοσίευσε στον ηλεκτρονικό τύπο την 24 Ιουνίου 2024 και συμπληρώνω ότι «Υπάρχουν Δικασταί και  εν Θεσσαλονίκη»  και «εν Πειραιεί» και «εν Πάτραις» και «εν Ρόδω» και « εν Κω» και «εν Ελλάδι» εν γένει.

Κως 2 Ιουλίου 2024

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΙΩΤΗΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Zogas_dimitris