Ίσως τα συγκεκριμένα παιδιά ήταν ήδη ψυχικά ευάλωτα και δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν άμυνες για να τα βγάλουν πέρα. Ίσως τέλος τα γονεϊκά υποκατάστατα (νοσηλευτές, φροντιστές) δεν μπόρεσαν να αναπληρώσουν ικανοποιητικά την απώλεια. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται να κυριάρχησε μια υπαρξιακή, θεμελιακή οδύνη.
Έκτοτε έχουν περιγραφεί αρκετές αντιδράσεις σε βρέφη και νήπια που χαρακτηρίζονται καταθλιπτικές, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές: ψυχοσωματικές διαταραχές, σοβαρές δυσκολίες στο φαγητό και στον ύπνο, κλείσιμο στον εαυτό, απουσία επιθυμίας για επαφή με άλλους, επιβράδυνση της ανάπτυξης. Κάποιες φορές συνδέονται με δυσκολίες στις σχέσεις με τους σημαντικούς άλλους, καταρχήν τη μητέρα. Το βρέφος εξαρτάται από εκείνη για την επιβίωσή του, οι βασικές ανάγκες που του ικανοποιεί περιλαμβάνουναγάπη, συναισθηματική επαφή. Εάν η μητέρα ζει έντονο άγχος ή θλίψη συχνάδεν μπορεί να του δώσει ασφάλεια, αίσθημα συνέχειας της εμπειρίας και χαράς μέσα στη σχέση. Αντίθετα εάν είναι υπερβολικά παρούσα πνίγοντάς το με φροντίδες και αγωνίες δεν του αφήνει χώρο να την αναζητήσει.
Κάθε παιδί έρχεται στον κόσμο με ένα ορισμένο χαρακτήρα και δυνατότητες, δεν μπορούμε να προβλέψουμε το πώς θα αντιδράσει σε κάθε εμπειρία. Από την αρχή της ζωής αντιμετωπίζει χρήσιμες απώλειες για την ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη. Η θλίψη που προκαλούν αυτές οι απώλειες κινητοποιεί μηχανισμούς που επιτρέπουν στο παιδί να υπερβεί τις δυσκολίες και να ωριμάσει, να αποκτήσει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και να αυτονομηθεί. Ο Φρόιντ έλεγε ότι η σκέψη αρχίζει να δημιουργείται όταν το βρέφος συνειδητοποιεί την απουσία της μητέρας του. Καθώς δεν αντέχει την αγωνία που προκαλεί η απουσία την ξαναδημιουργεί μέσα του. Αργότερα ο Spitz παρατήρησε ότι τα περισσότερα βρέφη ηλικίας περίπου 8 μηνών δείχνουν άγχος μπροστά σε ξένα πρόσωπα. Το θεώρησε φυσιολογική αντίδραση του παιδιού που αρχίζει να κατανοεί ότι είναι ξεχωριστό ον, διαφορετικό από τον άλλο. Με ανάλογο τρόπο τα επόμενα χρόνια το παιδί θα ζήσει μια σειρά από αποχωρισμούς, που περιέχουν φόβο όμως ανοίγουν παράλληλα νέες δυνατότητεςστον εξανθρωπισμό και την κοινωνικότητα.
Στη σχολική ηλικία (6-11 χρόνων) η κατάθλιψη κάποιες φορές βιώνεται με προβλήματα στη διάθεση, στον ύπνο και στο φαγητό, διάφορους πόνους στο σώμα. Ένα θλιμμένο παιδί μπορεί να φαίνεται υπερβολικά σοβαρό, μοναχικό ή να δείχνει ότι βαριέται. Μπορεί να υποτιμά τον εαυτό του, να νιώθει ενοχές και να ασχολείται πολύ με το θάνατο. Άλλες φορές ζει έντονο άγχος, φόβους, μοιάζει υπερβολικά ανήσυχο ή θυμωμένο και επιθετικό. Συχνά υπάρχουν επίσης δυσκολίες στο σχολείο και τις σχέσεις με τους άλλους, συνομήλικους και οικογένεια. Σοβαρή δυσκολία είναι ακόμα ότι συνήθως το παιδί δεν συνειδητοποιεί τη θλίψη, την οδύνη του και δεν ζητά βοήθεια. Αντίθετα μπορεί να καταφύγει σε αντιδραστικές, αμυντικές συμπεριφορές μέσα από τις οποίες προσπαθεί να αντέξει αυτό που του συμβαίνει. Είναι σημαντικό για αυτό το λόγο οι γονείς και όσοι ασχολούνται με το παιδί να προσπαθούν να κατανοήσουν, να εκτιμήσουν κάθε συμπεριφορά ανάλογα με την προσωπικότητα του παιδιού, τον οικογενειακό αστερισμό, τις συγκυρίες. Να προσπαθούν να επικοινωνούν ουσιαστικά μαζί του, να μπαίνουν στη θέση του, να το σέβονται. Είναι πιθανότερο τότε να διατηρούν καλή σχέση με το παιδί, με αμοιβαία χαρά, που το βοηθά να αναπτυχθεί αρμονικά.
Η παιδική κατάθλιψη δεν είναι συχνή μα αν υπάρχει και δεν αντιμετωπιστεί μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στο παρόν και το μέλλον του παιδιού αφού υποφέρει, ενώ η κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί σε ψυχική διαταραχή στην ενήλικη ζωή. Ένα ακόμα ενδεχόμενο είναι να παραμείνει η κατάθλιψη κρυμμένη πίσω από μια μάσκα προσαρμογής, π.χ. με επιτυχίες σχολικές, κοινωνικές που καλύπτουν τις συναισθηματικές δυσκολίες. Αργά ή γρήγορα, σε κάποια από τις σημαντικές αλλαγές ή τις συναντήσεις της ζωής το εύθραυστο οικοδόμημα μπορεί να καταρρεύσει προκαλώντας υπέρμετρο ψυχικό πόνο.