Μαρτυρίες από γυναίκες που είχαν υποστεί την ίδια βάσανο, είχαμε αρκετές στη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων. Όμως, οι ίδιες δεν θέλησαν ποτέ να προβούν σε δημόσια καταγγελία, για τους γνωστούς λόγους… Να ξαναβιώσουν τον ίδιο εξευτελισμό στη διάρκεια εκδίκασης της υπόθεσης, να “στιγματιστούν” από την κοινωνία, να αμφισβητηθούν, κ.λ.π. κ.λ.π. Υπήρχαν και περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, όχι κατ’ ανάγκη σεξουαλικής. Αλλά και εκεί, η ίδια συμπεριφορά. Φόβος για τη δημόσια κριτική, φόβος οικονομικός (ανεπάγγελτη μητέρα με ανήλικα παιδιά), κ.ο.κ.
Κανείς δεν είναι σε θέση να κρίνει κι βέβαια, κανείς δεν έχει αυτό το δικαίωμα.
Η βία, στην όποια της μορφή και εκδοχή, εννοείται πως είναι κατακριτέα από όλους. Υπάρχει όμως αυτή η απορία που με “τρώει”. Αφού όλοι μας την κατακρίνουμε, γιατί ταυτόχρονα κρίνουμε; Εννοώ το θύμα…
Γιατί εκφράζονται απόψεις όπως, λ.χ., “τα ήθελε κι αυτή” ή “το ντύσιμό της είναι ξεδιάντροπο” κ.ά.;
Αντιλαμβάνεσαι αγαπημένε μου αναγνώστη ότι η υποκρισία μας χτυπάει κόκκινο.
Σημαντικότερη όμως για μένα, είναι η περίπτωση κακοποίησης ανηλίκου.
Πώς να αντιδράσει όταν ο θύτης είναι “γνωστός” κι “αγαπημένος;”.
Πώς να “ερμηνεύσει” αυτή τη συμπεριφορά όταν το ίδιο, λόγω ηλικίας, δεν μπορεί να το διαχειριστεί συναισθηματικά;
Δεν στα λέω αυτά θεωρητικά, ούτε εξ’ αιτίας της Μαρίας.
Τα έχω υποστεί δις!!! Και στις δύο περιπτώσεις, επρόκειτο για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας. Η πρώτη σε νηπιακή η ηλικία από πολύ συγγενικό μου πρόσωπο που μπαινόβγαινε στο σπίτι μας, που έχαιρε της αγάπης των γονιών μου…
Αντιλαμβάνεσαι πως ένοιωθα ή μάλλον, τι δεν ένοιωθα, δεν μπορούσα να καταλάβω…
Η δεύτερη, σε προεφηβική ηλικία, αυτή τη φορά από το φιλικό περιβάλλον της οικογένειάς μου. Ήταν άνθρωπος πάσης υποψίας, μορφωμένος, ευγενής, με καλούς τρόπους, που με μάθαινε σκάκι, με πήγαινε σε εκθέσεις ζωγραφικής, σε ρεσιτάλ μουσικής, στο θέατρο… Με τις ώρες μαζί…
Εκεί αντέδρασα, αντιστάθηκα. Αυτός φοβήθηκε και δεν το ξαναεπιχείρησε.
Και τα χρόνια πέρασαν. Προσπάθησα να το ξεχάσω και πίστεψα πως τα κατάφερα.
Χμμμμ, όταν ξεκίνησα ψυχανάλυση, το μπετόν που είχα ρίξει πάνω από το “ρήγμα”, σκίστηκε σαν χαρτί!!! Ξεπήδησαν αναμνήσεις, πόνος, φόβος, θυμός, οργή…
Μετά από αυτό, το είπα στη μητέρα μου. Ο πατέρας μόλις είχε “φύγει”.
Πώς αντέδρασε; Δεν θα το περιγράψω, γιατί δεν περιγράφεται. Ένα μόνο θα σου πω. Όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της μου ζητούσε συγνώμη που δεν είχε καταλάβει το παραμικρό. Κυρίως όμως, αυτό που την “έτρωγε” ήταν που με είχε μεγαλώσει με αυστηρότητα η οποία απαγόρευε κάθε είδους “πλησίασμα”, κύρια για τέτοια ζητήματα…
Καταλήγοντας. Άποψή μου είναι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είμαι ειδική ή το παίζω “δασκάλα”, απλά εμπειρικά, πως, οι γονείς οφείλουμε να δίνουμε “χώρο” στα παιδιά μας, να τα κάνουμε να νοιώθουν ελεύθερα, να μην ντρέπονται ούτε για τις σκέψεις ούτε για τις πράξεις τους. Να είμαστε ΠΑΝΤΑ υποστηρικτικοί. Εννοείται πως οφείλουμε να τα προειδοποιούμε…
Όμως και η πολιτεία οφείλει να επέμβει με αυστηρότερους νόμους.
Όταν λ.χ., ένας πατέρας βιαστής καταδικαστεί για 16 χρόνια, εκτίσει τα 13 ή και τα 10 και βγει πάλι στην κοινωνία, τι σημαίνει; Πως έχει “θεραπευτεί”;
Και όχι μόνο αυτό. Επιτέλους, να δημιουργήσει τις κατάλληλες δομές ΠΑΝΤΟΥ. Με άρτια εκπαιδευμένο προσωπικό και με όλα αυτά που απαιτούνται για την φροντίδα των θυμάτων.
Εν πάσει περιπτώσει, είθε η περίπτωση της Μαρίας να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση σε τοπικό επίπεδο. Την συγχαίρω μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου και την θαυμάζω για το θάρρος της.
Όσο για τον φίλο μου Βαγγέλη, ένα έχω να πω. Δεν ωφελούν οι ενοχές. Ότι έγινε έγινε. Όμως, και μόνο το μοίρασμα των σκέψεών του, της στεναχώριας και των τύψεών του μαζί μας, δείχνει την αγάπη του για το παιδί του. Και η αγάπη συγχωρεί.