Τη νύχτα της δολοφονίας, 4 Φεβρουαρίου 2015, ισχυρίστηκε ότι ο 33χρονος, είχε επικοινωνήσει μαζί της για να συναντηθούν κοντά στο νεκροταφείο Μενιδίου. Εκείνη θεώρησε ότι ο 33χρονος, ήθελε να τα «ξαναβρούν», να της ζητήσει συγνώμη και να πάψει να την εκδίδει σε άνδρες πελάτες, ωστόσο στην άκρη του μυαλού της φαίνεται να είχε το ενδεχόμενο κάποιου άγριου ξυλοδαρμού της και πήγε εκεί έχοντας στην κατοχή της ένα μαχαίρι.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, ο 33χρονος όχι μόνο δεν είχε διάθεση συμφιλίωσης ή αποδοχής των αιτημάτων της αλλά «είχε κανονίσει εpωτικό ραντεβού καθώς είχε ανάγκη από χρήματα» όπως της είπε. Η ψυχολογική πίεση που της άσκησε, οι απειλές, η έντονη λογομαχία και η επιθετική κίνηση εναντίον της, προκάλεσε τη δική της αντίδραση, υποστήριξε η 24χρονη, η οποία έβγαλε το μαχαίρι και κατάφερε πολλαπλά τραύματα στο στήθος και την κοιλιά του θύματος.
Ο 33χρονος εντοπίστηκε νεκρός από κατοίκους και περαστικούς, έξω από την περίφραξη του Κοιμητηρίου Αχαρνών. Οι αξιωματικοί του τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, σε κοντινή απόσταση από το θύμα εντόπισαν το κινητό του τηλέφωνο. Από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, εντοπίστηκαν οι τελευταίες κλήσεις και η συχνή επικοινωνία με την 24χρονη κοπέλα, η οποία στο πλαίσιο της ανάκρισης, ομολόγησε την ανθρωποκτονία και τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτή.
Σε βάρος της 24χρονης σχηματίσθηκε δικογραφία και εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης, δυνάμει του οποίου συνελήφθη χθες το βράδυ και σήμερα οδηγήθηκε στον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών.